ὑπέκφυγες

ὑπέκφυγες
ὑπεκφεύγω
flee away
aor ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεκφυγή — η / ὑπεκφυγή, ΝΜΑ [ὑπεκφεύγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεκφεύγω νεοελλ. στον πληθ. οι υπεκφυγές·οι προφάσεις («μού μιλούσε με υπεκφυγές») …   Dictionary of Greek

  • άφυκτος — ἄφυκτος, ον (Α) 1. αφεύγατος, αναπόφευκτος 2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές 3. ο ανίκανος να διαφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • αναμάσημα — και αναμάσισμα, το 1. ξαναμάσημα τής τροφής, αναμάσηση, μηρυκασμός 2. ασαφής λόγος ή έκφραση γεμάτη υπεκφυγές 3. (κυρίως στον πληθ.) τα αναμασήματα συνεχής επανάληψη τών ίδιων λόγων …   Dictionary of Greek

  • αναμασώ — ( άω) (Α ἀναμασῶμαι) ξαναμασώ, μηρυκάζω νεοελλ. 1. μασώ καλά την τροφή 2. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια λόγια, περιττολογώ 3. μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μασῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναμάσημα, αναμάσηση, αναμασητής] …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • βόλτα — Ποταμός (1.500 χλμ.) της δυτικής Αφρικής. Διαρρέει τα κράτη Μπουρκίνα Φάσο (πρώην Άνω Βόλτα), Ακτή του Ελεφαντοστού και, κυρίως, την Γκάνα. Σχηματίζεται στη βορειοκεντρική Γκάνα από τη συμβολή των δύο μεγαλύτερων κλάδων του, του Μαύρου Β. και του …   Dictionary of Greek

  • γυροφέρνω — 1. περιφέρομαι 2. εξοικονομώ τα προς το ζην 3. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι 4. περιποιούμαι κάποιον για να πετύχω κάτι 5. απαντώ με υπεκφυγές …   Dictionary of Greek

  • εκκρούω — (AM ἐκκρούω) εκβάλλω με κρούση, εξωθώ μσν. 1. χτυπώ 2. (για όργανο) παίζω αρχ. μσν. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω αρχ. 1. φυγαδεύω 2. απωθώ, αποκρούω, νικώ 3. αποστερώ, αναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί 4. αντικρούω 5. με αποδοκιμασία αναγκάζω ηθοποιό να… …   Dictionary of Greek

  • κλωθογυρίζω — (Μ κλωθογυρίζω) 1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι 2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες») νεοελλ. 1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά 2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» μιλά με… …   Dictionary of Greek

  • κορδελάκι — το 1. μικρή κορδέλα 2. φρ. «κάνει κορδελάκια» κάνει καμώματα, κάνει νάζια ή χρησιμοποιεί υπεκφυγές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”